- ἀποκείρασθαι
- ἀποκείρωclipaor inf mid
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
остричисѧ — ОСТРИ|ЧИСѦ (ЩИСѦ) (12), ГОУСѦ, ЖЕТЬСѦ гл. 1.Остричь волосы: о томь ˫ако не достоить женамъ остри‹ш›тисѧ поштени˫а ради. (ἀποκείρασϑαι) КЕ XII, 7б; Чрьнець власы растѧ пѹсътыньникъ. аще не ѡстрижетсѧ ни внидеть въ манастырь. изъ града иженетьсѧ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
οινιστήρια — οἰνιστήρια και οἰνιαστήρια, τὰ (Α) εορτή στην αρχαία Αθήνα, κατά την οποία οι γονείς έκοβαν τα μαλλιά και τα γένια τών υιών τους προκειμένου να τοὺς γράψουν στην τάξη τών ἐφήβων, προσέφεραν σπονδή στον Ηρακλέα και έδιναν στους προσκεκλημένους να… … Dictionary of Greek